Τρίτη 7 Αυγούστου 2012

ΥΠΕΡΚΙΝΗΤΙΚΑ ΠΑΙΔΙΑ


Η ενεργητικότητα και η αυξημένη κινητική δραστηριότητα αποτελούν φυσιολογικά χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς των παιδιών. Στην προσπάθεια τους να εξερευνήσουν το περιβάλλον και να ανταποκριθούν στη μεγάλη ποσότητα των ερεθισμάτων που δέχονται, συχνά μεταπηδούν από τη μια δραστηριότητα στην άλλη, είναι ζωηρά και ανυπόμονα. Ωστόσο ,μερικά παιδιά παρουσιάζουν αυτά τα χαρακτηριστικά σε υπερβολικό βαθμό συγκριτικά με τα παιδιά της ηλικίας τους. Σε εκείνα τα παιδιά δίνεται η διάγνωση της Διαταραχής Ελλειμματικής Προσοχής- Υπερκινητικότητα (ΔΕΠ-Υ), αφού φυσικά ληφθούν πρώτα υπόψη και άλλοι παράγοντες. Το βασικό χαρακτηριστικό της ΔΕΠ-Υ είναι η απροσεξία και η υπερκινητικότητα/ παρορμητικότητα.
Για να τεθεί η διάγνωση της ΔΕΠ-Υ θα πρέπει τα συμπτώματα να έχουν εμφανιστεί πριν την ηλικία των 7 ετών και να είναι παρόντα σε τουλάχιστον δύο πλαίσια (π.χ. σπίτι και σχολείο) όπου προκαλούν κλινικά σημαντική έκπτωση της λειτουργικότητας του παιδιού.
Όσον αφορά την κλινική εικόνα που παρουσιάζουν τα παιδιά με ΔΕΠ-Υ, πέραν της απροσεξίας και της υπερκινητικότητας/ παρορμητικότητας, παρουσιάζουν περιορισμένη ικανότητα για συγκέντρωση της προσοχής τους σε ένα έργο, αδυναμία αναστολής των παρορμητικών τους αντιδράσεων και αδυναμία να ρυθμίσουν τη συμπεριφορά τους σύμφωνα με κανόνες. Παρουσιάζονται ως αδέξια, ακατάστατα, κάνουν ζημιές και προκαλούν αναστάτωση στο περιβάλλον τους. Είναι ανυπόμονα, αφηρημένα και επαναλαμβάνουν συνεχώς τα ίδια λάθη.
Η οικογένεια και το σχολείο αποτελούν το φυσικό περιβάλλον όπου πρέπει να αναζητηθεί ο τρόπος σωστής ψυχολογικής παρέμβασης ώστε τα προβλήματα της συμπεριφοράς να μην ενοχλούν πια το παιδί και το περιβάλλον του. Έτσι λοιπόν, οι γονείς και οι δάσκαλοι είναι οι πιο κατάλληλοι άνθρωποι να βοηθήσουν στην τροποποίηση της συμπεριφοράς. Ναι μεν η θεραπεία απευθύνεται πρώτα στο παιδί με το πρόβλημα, δεν πρέπει όμως να παραμελείται το οικογενειακό περιβάλλον που μπορεί να διαταράσσει τη σχέση παιδιού και εξωτερικού κόσμου. Αν η θεραπεία δεν στραφεί και στο οικογενειακό περιβάλλον του παιδιού ελλοχεύει ο κίνδυνος αποτυχίας.
 Οι γονείς περιγράφουν τα παιδιά αυτά ως αδιάφορα για τα μαθήματα, τεμπέλικα και αντιδραστικά. Η διάρκεια της μελέτης διαρκεί τόσο πολύ, που αναπόφευκτα υπάρχουν φωνές, κλάματα και τσακωμοί μεταξύ παιδιού και γονιού. Αυτή η δυσάρεστη κατάσταση φορτίζει την οικογενειακή ατμόσφαιρα με ένταση και άγχος. Διαταράσσει τις σχέσεις του γονιού με το παιδί και ενισχύει αρνητικά την εικόνα του παιδιού για τον εαυτό του. Ακόμα και η καλύτερη παρέμβαση στο παιδί, αν δεν φιλοδοξεί να λύσει τα προβλήματα μελέτης στο σπίτι, της θέσης του παιδιού μέσα στην οικογένεια και ιδιαίτερα με τα αδέρφια που συνήθως είναι καλύτεροι μαθητές, θα επιφέρει μικρά αποτελέσματα.
Πολλοί γονείς βασίζονται στην υποστήριξη των ειδικών, η βοήθεια όμως δεν μπορεί να αποδώσει πλήρως αν δεν βασιστεί στη δυνατότητα του γονέα να συμμετέχει. Η σχέση οικογένειας- σχολείου- ειδικών πρέπει να είναι ισότιμη. Οι ειδικοί μπορεί να έχουν την ιδιαίτερη γνώση και τις δεξιότητες να συνεισφέρουν στην κατανόηση του γονέα ως προς το πώς θα μπορέσει να βοηθήσει το παιδί του. Ο τρόπος συνεργασίας με τους γονείς φέρνει θετικότατες αλλαγές, αρκεί πρώτα να γίνουν αλλαγές στη συμπεριφορά τους προς το παιδί και να μάθουν να εφαρμόζουν σωστά τις τεχνικές. Οι γονείς πρέπει να δουν τη διαπαιδαγώγηση του παιδιού ως πρόκληση, ώστε να μπορέσουν να ανταποκριθούν πιο ικανοποιητικά στις ανάγκες του. Θα πρέπει να είναι προετοιμασμένοι για όλα και να έχουν τις απαραίτητες γνώσεις για να αντιμετωπίσουν την κατάσταση. Η εκπαίδευση των γονέων αποτελεί βασικό συστατικό της θεραπείας. Χρειάζονται λεπτομερή πληροφόρηση για τη διαταραχή και τις συνέπειες της. Πρέπει να κατανοήσουν τι συμβαίνει στα παιδιά τους και να χρησιμοποιούν ένα συνεπή τρόπο διαπαιδαγώγησης βασισμένο στη στοργή, την αποδοχή και τη γνώση των προβλημάτων.
Τα φάρμακα από μόνα τους δεν αρκούν, καθώς αντιμετωπίζουν μόνο τα συμπτώματα της διαταραχής και όχι επιπτώσεις στην ψυχολογία του παιδιού. Η τροποποίηση της συμπεριφοράς μέσα στο σύνηθες- φυσικό περιβάλλον του παιδιού περιλαμβάνει όχι μόνο την αλλαγή της ανεπιθύμητης συμπεριφοράς του παιδιού αλλά και την αλλαγή των άλλων ατόμων (γονέων, δασκάλων και άλλων), οι οποίοι αποτελούν ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνικής ζωής του παιδιού. Οι γονείς και οι δάσκαλοι θα γίνουν οι πραγματικοί κομιστές της αλλαγής, αφού συνεργαστούν πολύ στενά με τον ψυχολόγο και καταφέρουν έτσι να σταθεροποιήσουν και να διευρύνουν την έκταση των θετικών αλλαγών.
Κλείνοντας, αξίζει να επισημάνουμε για μια φορά ακόμη ότι τα παιδιά και οι έφηβοι με ΔΕΠ-Υ μπορούν να αξιοποιήσουν το «πρόβλημα» τους προς μια θετική κατεύθυνση, αρκεί να έχουν την κατάλληλη υποστήριξη από το περιβάλλον τους. Θεωρώ πάρα πολύ σημαντική την πολύπλευρη κατανόηση του προβλήματος αυτού και των συμπεριφορών που είναι χαρακτηριστικές της διαταραχής αυτής, ώστε να σταματήσουμε να είμαστε επικριτικοί και αυστηροί με τα παιδιά αυτά. Η ενημέρωση των δασκάλων και των γονέων είναι μείζονος σημασίας, καθώς εκείνοι είναι που με τη στάση τους και την ανταπόκριση τους στο παιδί καθορίζουν την αυτοεκτίμηση και αυτοπεποίθηση του.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου